-
1 ἀρύω
ἀρύω (A) [pron. full] [ᾰ], Simon.45, [dialect] Att. [full] ἀρύτω [pron. full] [ῠ] Pl.Phdr. 253a; [dialect] Aeol. part.Aἀρυτήμενοι Alc.47
: [tense] impf. ;ἄρυον Hsch.
: [tense] aor.ἤρῠσα Pherecr.138
, X.Cyr.1.3.9:—[voice] Med., ;ἀρύομαι Aeschin.Socr.11
, AP9.37 (Tull. Flacc.), etc.: [tense] fut. ἀρύσομαι [ῠ] AP9.230 (Honest.), Luc.DMar.6.1: [tense] aor.ἠρῠσάμην Plu.2.516c
; opt. (lyr.); inf.ἀρύσασθαι X.Cyr.1.2.8
; part.ἀρῠσάμενος Hdt. 8.137
, [dialect] Ep.ἀρυσσάμενος Hes.Op. 550
:—[voice] Pass., [tense] aor.ἠρύθην, ἀπ-αρῠθείς Alex.45.6
; alsoἀρυσθείς Hp.Nat.Puer.25
, Plu.2.690b:— draw water, wine, etc., τοὶ δ' ἤρυον others drew off the must, Hes.Sc. 301;ἀρυόντεσσιν.. ὕδωρ Simon.45
;ἐκ πιθῶνος ἤρυσαν ἄκρατον Pherecr.
l. c.;ἀρύσαντες ἀπ' αὐτῆς [τῆς φιάλης] τῷ κυάθῳ X.Cyr.1.3.9
;μέλισσαι νέκταρ ἀρύουσιν Lyr.Alex.Adesp.7.18
: metaph., κἂν ἐκ Διὸς ἀρύτωσιν if they draw inspiration from Zeus, Pl.Phdr. 253a.II [voice] Med., draw water for oneself, ἀρυσσάμενος ποταμῶν ἄπο having drawn water from.., Hes.Op. 550;σφῷν ἀρύσασθαι Pherecr.130.5
;ἀρύσασθαι ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ X.Cyr.1.2.8
;ἐκ τοῦ κρατῆρος Pl.Criti. 120a
: c. acc.,ἀρύσασθαι ὑδάτων πῶμα E.Hipp. 209
; : c. gen. partit.,ὑδάτων ἀ. πρόχοισι Ar.Nu. 272
; ἐς τὸν κόλπον τρὶς ἀρυσάμενος τοῦ ἡλίου having (as it were) drawn the rays of the sun into his bosom, Hdt.8.137: generally, draw in, τροφῆς καὶ πνεύματος Diog.Bab. ap. Gal.5.281;μαντικῆς Plu.2.411f
; πλοῦτον Id.Caes. 29;καιροῦ καὶ τύχης Eun.Hist.p.256
D.2 of stars rising from the sea,οἵ τ' ὠκεανοῦ ἀρύονται ἀστέρες Arat.746
.------------------------------------ἀρύω (B), only in Lexx., ἀρύει· ἀντὶ τοῦ λέγει, βοᾷ, Hsch.; ἀρύουσαι· λέγουσαι, κελεύουσαι, Id. (Syrac., acc. to EM134.12):—[voice] Med., ἀρύσασθαι· ἐπικαλέσασθαι, Hsch. -
2 εἴλω
εἴλω (also [full] εἰλέω, [full] εἱλέω, [full] εἴλλω, [full] εἵλλω, [full] ἴλλω; εἱλῶνται is f.l. in Aret.SD1.2), a word whose meanings are traceable to various roots of similar form, v. infr. D.—From εἴλω ([tense] pres. in Hom. only [voice] Pass. part. εἰλόμενος (v. infr.)), we have [dialect] Ep. [tense] aor.Aἔλσα Il.11.413
, inf.ἐέλσαι 21.295
, [dialect] Dor. part.ἔλσαις Pi.O.10(11).43
:—[voice] Med., [tense] aor.ἠλσάμην Semon.17
:—[voice] Pass., [tense] aor. 2 ἐάλην [pron. full] [ᾰ] Il.13.408; inf. ἀλῆναι, ἀλήμεναι, 16.714, 18.76; part. ἀλείς, εῖσα, έν 22.308: [tense] pf. ἔελμαι, part. -μένος 13.524
:—for ἐόλει, ἐόλητο, v. ἐόλει.—Fromεἰλέω Il.2.294
: [tense] impf.εἴλεον Od.22.460
; [var] contr.εἴλει Il.8.215
, Od.12.210;ἐείλεον Il.18.447
: [tense] fut. , AP12.208 (Strat.): [tense] aor. , Dsc.5.87 (ἐν-):—[voice] Med., [tense] impf.εἰλεῦντο Il.21.8
; part.εἰλεύμενος Hdt.2.76
:—[voice] Pass., [tense] aor.εἰλήθην Hp.Morb.4.52
: [tense] pf. and Is.11.5 (s. v. l.), Lyc. 1202: [tense] plpf.εἴληντο J.AJ 12.1.9
.A shut in (less freq. shut out, εἰλέσθων τοῦ ἱαροῦ let them be shut out from the temple, IG22.1126.48 (iv B.C.)); [Ὀδυσῆα] ἔλσαν ἐν μέσσοισι μετὰ σφίσι, πῆμα δὲ ἔλσαν (Zenod., v.l. πῆμα τιθέντες) Il.11.413;ὅτε Κύκλωψ εἴλει ἐνὶ σπῆϊ Od.12.210
, cf. 22.460;ἔνθα δυώδεκα μὲν μένον ἤματα δῖοι Ἀχαιοί· εἴλει γὰρ Βορέης ἄνεμος μέγας οὐδ' ἐπὶ γαίῃ εἴα ἵστασθαι Od.19.200
;ὅν περ ἄελλαι χειμέριαι εἰλέωσιν Il.2.294
;εἱλεῖσθαι ἐν τῷ τόπῳ, μὴ δυνάμενον ἐκπλεῦσαι Arist.Mir. 840a33
, cf. EM298.29; εἰς ἄστυ ἄλεν (for ἄλησαν) Il.22.12;κατὰ ἄστυ ἐέλμεθα 24.662
;ἐελμένοι ἔνδοθι πύργων 18.287
; ; χειμέριον ἀλὲν ὕδωρ ponded water, prevented from flowing away, Il.23.420; ὅσοι πικροὶ.. χυμοὶ κατὰ τὸ σῶμα πλανηθέντες ἔξω μὲν μὴ λάβωσιν ἀναπνοήν, ἐντὸς δὲ εἱλλόμενοι (v.l. εἰλόμενοι) τὴν ἀφ' αὑτῶν ἀτμίδα τῇ τῆς ψυχῆς φορᾷ συμμείξαντες ἀνακερασθῶσι, Pl.Ti. 86e.2 hinder, hold in check, prevent,ἧστο Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος Il.13.524
, cf. A.Fr.25: ἔλλοψ (as though ἴλλοψ ) is derived from ἴλλεσθαι = εἴργεσθαι and ὄψ = φωνή by Ath.7.308c.3 enclose, cover, protect,ὑπ' ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας Callin.1.11
; τῇ ὕπο (sc. τῇ ἀσπίδι) πᾶς ἐάλη he was entirely covered, Il.13.408.B press, as olives and grapes, Paus.Gr.Fr.155; ἀμφὶ βίην Διομήδεος.. εἰλόμενοι huddling around him, Il.5.782; ἵππων φειδόμενος, μή μοι δευοίατο φορβῆς ἀνδρῶν, εἰλομένων, εἰωθότες ἔδμεναι ἄδην here where men throng, ib. 203;πλῆθεν.. ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν εἰλομένων· εἴλει δὲ.. Ἕκτωρ 8.215
, cf. 1.409, 18.447, 21.295; πόλις δ' ἔμπλητο ἀλέντων ib. 607; ἐς ποταμὸν εἰλεῦντο they were forced into the river, ib.8; εἱλουμένης τῆς τροφῆς the nourishment being concentrated, Thphr.CP6.11.8;θῆρας ὁμοῦ εἰλεῦντα Od.11.573
; [λέων] ἰλλόμενός περ ὁμίλῳ hard- pressed, A.R.2.27;ἀπωθούμενον ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος πάλιν ἐντὸς ὑπὸ τὸ δέρμα εἱλλόμενον κατερριζοῦτο Pl.Ti. 76b
:—[voice] Pass., of crowds, swarm, jostle one another,ἐν ὀλίγῳ εἰλουμένους Plu.Crass.25
; of ants, Luc.Icar.19.2 in [tense] aor. [voice] Pass., of a man or animal, contract his body, draw himself together, ; ἐνὶ δίφρῳ ἧστο ἀλείς ( huddled up),ἐκ γὰρ πλήγη φρένας 16.403
; of a lion when struck,ἐάλη τε χανών 20.168
; of a warrior,Ἀχιλῆα ἀλεὶς μένεν 21.571
; , Od. 24.538.II without the idea of pressure, collect,ἐν Πίσᾳ ἔλσαις στρατὸν λείαν τε πᾶσαν Pi.O.10(11).43
:—[voice] Pass., Ἀργείους ἐκέλευσα ἀλήμεναι ἐνθάδε πάντας to assemble, Il.5.823.C (found only in the forms εἰλέω ([etym.] εἱλ-) , ἴλλω) wind, turn round, ; ἀπὸ δὲ τῶ[ν πετρῶν] ἴλλει ἡ στεφάνη ἐπὶ τὸν λόφον GDIiv p.847 (iv B.C.);νῆα δ' ἔπειτα πέριξ εἴλει ῥόος A.R.2.571
; roll, γλῶσσαν dub.in Call.Iamb.1.144:— [voice] Pass., revolve, move to and fro,ἰλλομένων ἀρότρων S.Ant. 340
(lyr.);οἱ ἀστέρες ἐν τῷ οὐρανῷ εἰλέονται Luc.Astr.29
; περὶ τὴν γῆν ἀεὶ εἱλεῖν ἰών, as etym. of ἥλιος ([etym.] ἀέλιος), Pl.Cra. 409a; εἰλέονται ἐπὶ τὸ ὑγιὲς σκέλος they pivot or swing round on the sound leg, Hp.Art.52, cf. Mochl.20; of a flame,περὶ δ' αὐτὸν εἰλεῖτο φλόξ Mosch.4.104
; κατ' αὐτὸν (sc. τὸν κισσὸν) ἕλιξ εἰλεῖται is twined round, Theoc.1.31; ap. Stob.1.3.52; also of hair on the crown, to be whorled, Ruf.Onom.13.II roll up tight, [κῶας] εἴλει ἀφασσόμενος A.R.4.181
;τὴν μηλωτὴν εἱλήσας LXX 4 Ki. 2.8
:—[voice] Pass., ἰλλομένοις ἐπὶ λαίφεσι furled, A.R.1.329.III metaph. in [voice] Pass., ἐν ποσὶ εἱλεῖσθαι to be familiar, Hdt. 2.76;οἱ περὶ τὰς δίκας εἱλούμενοι Max.Tyr.28.3
, cf. Alciphr.3.60,64.D It seems impossible to derive all the above uses from an orig. sense squeeze, though most of those under A and B, as well as C. II, might be so explained; but A seems to imply a root meaning bar, cf. ἀποϝηλέω, ἐγϝηληθίωντι, ϝήλημα (βήλημα), εἶλαρ, and C is to be compared with εἰλύω, Lat. volvo: some passages are doubtful in meaning, μή νυν περὶ σαυτὸν εἶλλε τὴν γνώμην ἀεί do not roll or wrap your thought round you, or do not confine your thought within you, Ar.Nu. 761; γῆν.. ἰλλομένην (v.l. εἱλλ-, εἰλλ-) was taken to mean revolving by Arist.Cael. 293b31 (cf.περὶ τὸ μέσον εἱλεῖσθαι Mete. 356a5
) but expld. (omitting τήν ) as packed tightly about.. by Procl.in Ti.3.136 D.; ἐν δὲ τῇ ταραχῇ (in the churning) εὐρυχωρίης γινομένης, εἰλέεται (sc. τὸ ὑγρόν) ἀποκεκριμένον καὶ θερμαίνει τὸ σῶμα perh. is squeezed out, Hp. Morb.4.51; πρὶν δὲ ταραχθῆναι οὐκ ἔχει ἐκχωρέειν τὸ πλεῖον τοῦ ὑγροῦ, ἀλλ' ἄνω καὶ κάτω εἰλέεται μεμιγμένον τῷ ἄλλῳ ὑγρῷ is driven up and down, ibid.:— νῆα κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας (ἐλάσας Zenod.
) ἐκέασσε prob. striking the ship.., Od.5.132, cf. 7.250 (only here in this sense). -
3 μεταλαμβάνω
μεταλαμβάνω impf. μετελάμβανον; fut. inf. μεταλήμψεσθαι Wsd 18:9; 2 aor. μετέλαβον; inf. μεταλαβεῖν; ptc. μεταλαβών; pf. μετείληφα (‘have a share, receive’; Pind., Hdt.+)① to share or participate in someth., have a share in w. gen. of the thing (so as a rule; s. B-D-F §169, 1; Rob. 510; 519) καρπῶν receive one’s share of the crops 2 Ti 2:6 (Paroem. Gr.: Zenob. [II A.D.] 5, 71 ἔφη μὴ μεταλήψεσθαι τὸν δεσπότην τοῦ καρποῦ). τῶν ἐπηγγελμένων δωρεῶν 1 Cl 35:4. τῆς τιμῆς Dg 3:5. εὐλογίας Hb 6:7. τῆς ἁγιότητος 12:10. μετειληφότες πράξεων have a share in the (blessings of the) deeds 1 Cl 19:2. τῆς ἐν Χριστῷ παιδείας 21:8. τοῦ ῥήματος τοῦ δικαίου Hv 3, 7, 6. τοῦ πνεύματος 2 Cl 14:3b, 4 (contrast the use w. acc. 2 below). τοσαύτης χρηστότητος since we have shared in such great kindness 15:5. τοῦ ἐλέους Ἰησοῦ share in the mercy of Jesus 16:2.—Esp. μ. τροφῆς (Jos., Bell. 2, 143; PRyl 77, 19 τροφῶν μεταλαβεῖν; TestAbr B 13 p. 117, 22 [Stone p. 82] βρώσεως καὶ πόσεως) take/eat food Ac 2:46; 27:33f. τοῦ ἄρτου AcPl Ha 7, 9 (cp. Just., A I, 65, 5 ἀπὸ ἄρτου).② to come into possession of someth., w. acc. of thing (Eur., Pla. et al.; Diod S 5, 75, 1 τὴν εἰρήνην; PTebt 79, 49; PAmh 39, 6; Jos., Bell. 2, 1) receive, τὸ αὐθεντικόν receive the original 2 Cl 14:3a. ζωήν receive life 14:5. τὰ κτίσματα τοῦ θεοῦ take possession of what God has created Hv 3, 9, 2; καιρὸν μ. have an opportunity = find time (Polyb. 2, 16, 15; Diod S 19, 69, 2; Jos., Ant. 4, 10) Ac 24:25.—M-M. TW.
См. также в других словарях:
στρατόπεδο συγκέντρωσης — Σ. του είδους ιδρύθηκαν από τους Ισπανούς στη διάρκεια της εξέγερσης της Κούβας. Κατά τη διάρκεια του πόλεμου των Μπόερς, οι Άγγλοι έκλεισαν σε σ. συγκέντρωσης τα γυναικόπαιδα και τους γέρους, για να κάμψουν την αντίσταση των αντιπάλων τους. Στον … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
τροφή — η, ΝΜΑ 1. αυτό με το οποίο τρέφεται κανείς, καθετί που χρησιμεύει για τη θρέψη, την αύξηση και τη συντήρηση τού ανθρώπινου οργανισμού, φαγητό 2. φρ. «πνευματική τροφή» ό,τι συντελεί στη διεύρυνση και ανάπτυξη τού πνεύματος νεοελλ. βιολ. ουσία,… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek